- ευπρεπής
- -ές (ΑΜ εὐπρεπής, -ές)1. αυτός που έχει ωραία, σοβαρή και σεμνή εξωτερική εμφάνιση, ο ευπρόσωπος, ο ευπαρουσίαστος2. ευγενικός, κόσμιοςμσν.μεγαλοπρεπής, λαμπρόςαρχ.1. ένδοξος, επιφανής2. ο φαινομενικά μόνο ευπρεπής, ο προσποιητός3. φρ. α) «ἐκ τοῡ εὐπρεποῡς» — με το πρόσχημα, με την πρόφασηβ) «τὸ εὐπρεπὲς τοῡ λόγου» — η ευπρέπεια.επίρρ...ευπρεπώς (ΑΜ εὐπρεπῶς και ιων. τ. εὐπρεπέως)με τρόπο ευπρεπή, κόσμιααρχ.κατ' επίφαση, κατά το φαινόμενο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αξιο-πρεπής, αρχαιο-πρεπής].
Dictionary of Greek. 2013.